- υδατογραφία
- aquarelle
Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.
Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.
υδατογραφία — Βλ. λ. ακουαρέλα * * * η, Ν 1. ζωγραφική που γίνεται με χρώματα διαλυμένα στο νερό, ακουαρέλα 2. συνεκδ. πίνακας ζωγραφισμένος με υδρόχρωμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < υδατογράφος. Η λ. αποτελεί απόδοση του γαλλ. aquarelle και μαρτυρείται από το 1897 στο… … Dictionary of Greek
υδατογραφία — η 1. τρόπος ζωγραφικής με χρώματα διαλυμένα σε νερό (νερομπογιές), η ακουαρέλα. 2. η εικόνα, ο πίνακας που ζωγραφίστηκε με νερομπογιές, η ακουαρέλα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ακουαρέλα ή υδατογραφία — Ζωγραφική κυρίως επάνω σε χαρτί ή σε μεταξωτό, με χρώματα διαλυμένα σε νερό, μαζί με λίγη κόλλα που τους εξασφαλίζει συνεκτικότητα. Αντίθετα από την γκουάς, όπου τα χρώματα είναι αδιαφανή, στην α. τα χρώματα είναι διαφανή και αφήνουν να… … Dictionary of Greek
Μουσείο Μπενάκη — Το Μ.Μ. μετά από εργασίες που διήρκεσαν επτά περίπου χρόνια, άνοιξε τις πόρτες του στο κοινό στις 7 Iουνίου 2000. Tο στεγασμένο σε ένα από τα επιβλητικότερα νεοκλασικά κτίρια της Aθήνας (Κουμπάρη 1) μουσείο ιδρύθηκε από τον ευπατρίδη Aντώνη… … Dictionary of Greek
ακουαρέλα — η 1. είδος ζωγραφικής, κατά την οποία ζωγραφίζει κανείς με χρώματα διαλυμένα στο νερό 2. πίνακας αυτού τού είδους ζωγραφικής, υδατογραφία 3. το χρώμα που χρησιμοποιείται στην υδατογραφία (κν. νερομπογιά). [ΕΤΥΜΟΛ. Ξεν. < γαλλ. aquarelle <… … Dictionary of Greek
Γιαλλινάς ή Γυαλινάς, Άγγελος — (Κέρκυρα 1857 – 1939). Ζωγράφος. Έγινε διάσημος για τις θαυμάσιες υδατογραφίες του. Μαθήτευσε αρχικά κοντά στον Κερκυραίο ζωγράφο Χαράλαμπο Παχή και συμπλήρωσε τις σπουδές του στη Βενετία, στη Νάπολη και στη Ρώμη. Επιστρέφοντας στην Κέρκυρα,… … Dictionary of Greek
Ινδία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ινδίας Έκταση: 3.287.590 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.029.991.145 (2001) Πρωτεύουσα: Νέο Δελχί (12.791.458 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ασίας. Συνορεύει Α με το Μπαγκλαντές και τη Μυανμάρ (Βιρμανία), Β με την Κίνα και… … Dictionary of Greek
Μουσείο, Ναυτικό Οινουσσών — Ένα από τα ομορφότερα ναυτικά μουσεία της Ελλάδας λειτουργεί στις ακριτικές Οινούσσες από το 1991. Ιδρύθηκε από τον εφοπλιστή Νικόλα Σ. Λαιμό για να αντικαταστήσει το παλαιότερο αντίστοιχο μουσείο που είχε δημιουργηθεί το 1965. Αφιερώθηκε στη… … Dictionary of Greek
υδατογραφικός — ή, ό επίρρ. ά που αναφέρεται στην υδατογραφία, που έγινε με υδατογραφία: Υδατογραφικός πίνακας … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
-γραφία — β συνθετικό θηλ. ουσιαστικών τής αρχαίας, μεσαιωνικής και νέας Ελληνικής από τα οποία τα περισσότερα προέρχονται από αντίστοιχα σύνθετα σε γράφος* και δηλώνουν: α) τρόπο γραφής ή εκτυπώσεως (πρβλ. δακτυλογραφία, στενογραφία κ.ά.) β) είδος… … Dictionary of Greek
κρητιδογραφία — Νεότερο είδος ζωγραφικής, κατά το οποίο ο καλλιτέχνης εργάζεται με πολύχρωμα μολύβια, παρόμοια με κιμωλίες (κρητίδες) πάνω σε χοντρό πορώδες χαρτί. Οι χρωματικοί τόνοι των κρητίδων χαρακτηρίζονται για την ασύγκριτη ζωηρότητα και την απαλότητά… … Dictionary of Greek